- τριμμάτιον
- τὸ, Α [τρῑμμα, -ίμματος]υποκορ. τού τρίμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριμμάτιον — shampoo powder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμματίοις — τριμμάτιον shampoo powder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμμάτια — τριμμάτιον shampoo powder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ … Dictionary of Greek